- εύτεκνος
- -η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα τουμσν.-αρχ.(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονίααρχ.1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος, φιλό-τεκνος].
Dictionary of Greek. 2013.